- γρασίδι
- herbe
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γρασίδι — το χλωρό χαμηλό χορτάρι, γκαζόν: Κυλιόταν όλη μέρα στο γρασίδι και λέρωσε τα ρούχα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρασίδι — το χλόη, χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γρασσίδιον, υποκοριστικό του αρχ. γράσσις, άλλη γραφή τού γράστις, αττ. κράστις «χλόη», με απλοποίηση τών σσ ] … Dictionary of Greek
αγρασίδωτος — η, ο [γρασίδι] αυτός που δεν έχει γρασίδι … Dictionary of Greek
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek
κράστις — και κρᾱστις, εως, ἡ (Α) 1. η χλόη, το γρασίδι, η χορτονομή τών ζώων, ιδίως τών αλόγων 2. (στην Αίγυπτο επί Πτολεμαίων) είδος φόρου που κατέβαλλαν οι βασιλικοί γεωργοί στο δημόσιο ταμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράστις* (ἡ) «γρασίδι», με αφομοιωτική τροπή… … Dictionary of Greek
Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie … Wikipédia en Français
Liste Swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie … Wikipédia en Français
Liste swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie … Wikipédia en Français
Pyx Lax — (греч. Πυξ Λαξ; от древнегреческого выражения «Pyx lax dontax» пинками и кулаками) греческая рок группа, игравшая в стиле фолк рок. Была создана в 1989 г. в Афинах (Греция). Основатели: Филиппос Пляцикас (р. 1967), Бабис Стокас… … Википедия
άχι — ἄχι και άχει, το (άκλιτο) (Α) χλόη, γρασίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., αιγυπτιακής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
γράστις — γράστις, η (Μ) το γρασίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γρασ , γράω «καταβροχθίζω, καταπίνω»] … Dictionary of Greek